ελειογενής

ελειογενής
-ές (Α ἑλειογενής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από το έλος («ελειογενής πυρετός» — η ελονοσία)
αρχ.
αυτός που γεννιέται, αναπτύσσεται στα έλη («ἑλειογενής ὄρυζα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑλειογενές — ἑλειογενής marsh born masc/fem voc sg ἑλειογενής marsh born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • ελογενής — ες και ελειογενής, ές αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται σε έλη («ελογενείς πυρετοί») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”